- κατωμίζω
- κατωμίζω (Α) [κάτωμος]ανατάσσω εξαρθρωμένο ώμο («κατωμίζειν ἐς ὀρθόν», Ιπποκρ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατωμίζοντα — κατωμίζω set pres part act neut nom/voc/acc pl κατωμίζω set pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατωμίζουσιν — κατωμίζω set pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κατωμίζω set pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατωμιζόμενος — κατωμίζω set pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατωμίζειν — κατωμίζω set pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατωμίζοντος — κατωμίζω set pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατωμισμός — κατωμισμός, ὁ (Α) [κατωμίζω] η τοποθέτηση εξαρθρωμένου ώμου στη θέση του … Dictionary of Greek